- απορρεζω
- ἀπορρέζωἀπο-ρρέζωприносить в жертву
(χίμαρον Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χίμαρον Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απορρέζω — ἀπορρέζω (Α) προσφέρω θυσία απ ό,τι έχω … Dictionary of Greek
ἀπορέξαι — ἀπορρέζω sacrifice aor inf act ἀπορέξαῑ , ἀπορρέζω sacrifice aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρέξαντες — ἀπορρέζω sacrifice aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρέξειν — ἀπορρέζω sacrifice fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρεξον — ἀπορρέζω sacrifice aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πορέξαθ' — ἀπορέξατε , ἀπορρέζω sacrifice aor imperat act 2nd pl ἀπορέξατο , ἀπορρέζω sacrifice aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἀπορέξατε , ἀπορρέζω sacrifice aor ind act 2nd pl (homeric ionic) ἐπορέξατε , ἐπορέγω hold out to aor imperat act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)